- συγκατεύχομαι
- Α [κατεύχομαι]1. παρακαλώ μαζί («ἀλλ' ὧν ἐρῶ μέν, ταῡτα συγκατευξάμην», Σοφ.)2. προσεύχομαι με κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συγκατεύχονται — συγκατεύχομαι join in praying for pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκατηυξάμην — συγκατεύχομαι join in praying for aor ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύχομαι — και ευκιέμαι (ΑΜ εὔχομαι) 1. εκφράζω ευχή, επιθυμία για κάτι, επιθυμώ ζωηρά να πραγματοποιηθεί κάτι 2. προσεύχομαι, απευθύνω προσευχή προς τον Θεό, δέομαι, παρακαλώ τον Θεό || νεοελλ. παροιμ. «φκήσου τού οχτρού σου το δεντρί, ν ανθήσει το δικό… … Dictionary of Greek
συγκάτευγμα — τὸ, Α [συγκατεύχομαι] το κοινό τάξιμο σε κάποιον θεό … Dictionary of Greek